- μισόσοφος
- μισόσοφος, -ον (Α)αυτός που μισεί τη σοφία, εχθρός τής σοφίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + σοφός (πρβλ. φιλό-σοφος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισόσοφος — μῑσόσοφος , μισόσοφος hating wisdom masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισοσοφία — μισοσοφία, ἡ (Μ) [μισόσοφος] μίσος κατά τής σοφίας … Dictionary of Greek
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek
σοφός — ή, ό / σοφός, ή, όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α 1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής 2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ , Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ ἀνήρ», Σοφ.) 3 … Dictionary of Greek